Σημαντικός και καίριος μήνας είναι ο Μάιος στην ιστορία του Ελληνισμού διαχρονικά. Είναι ο μήνας που ιδρύθηκε αλλά και αλώθηκε η Κωνσταντίνου Πόλις, η Κωνσταντινούπολη. Είναι ο μήνας που αποβιβάσθηκε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη αλλά και υπέστη γενοκτονία ο Ποντιακός Ελληνισμός, το ίδιο έτος, το 1919.
Σαν σήμερα πριν από 559 χρόνια, τα ασκέρια του Μωάμεθ Β’ του αποκαλούμενου Πορθητή μπήκαν στην Πόλη. Η είδηση προκάλεσε παγκόσμιο σάλο εκείνη την εποχή. Όπως γράφει ο μεγαλύτερος βυζαντινολόγος όλων των εποχών, ο Σερ Στήβεν Ράνσιμαν «ο Μάιος περιέχει το κοσμικό αλλά και καθαγιαστικό γενέθλιο της κορωνίδας των πόλεων αλλά και την άλωσή της».
Στην αποκορύφωση της άνοιξης ο Ελληνισμός βιώνει τη δόξα και την πτώση της Πόλης των Πόλεων και ολόκληρης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του αποκαλούμενου Βυζαντίου. Στην τελευταία όμως κόγχη του τρίτου δεκαήμερου του Μαΐου γιορτάζουμε και τον κτήτορα της βασιλεύουσας, τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, την Αγία Ελένη.
Η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε από τη Ρώμη στο
Βυζάντιο, την αρχαία αποικία των Μεγαρέων, στις
11 Μαΐου 330 με κάθε επισημότητα. Η πόλη μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη όπως αρμόζει σε κάθε Μεγάλο ηγέτη, όπως ήταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Η πόλη αυτή έγινε
ο νους και η καρδιά του Ελληνισμού επί 1.100 χρόνια.
Η εξέλιξη της Ρωμιοσύνης κρίθηκε από την ανάπτυξη της Πόλης σε μητρόπολη του τότε γνωστού κόσμου. Όπως γράψει ο Τζούλιαν Νόργουϊτς, αν ο Ελληνισμός δεν ήταν ο λιμενοβραχίονας και η Κωνσταντινούπολη ο φάρος που αντιστάθηκαν στα κύματα των βαρβάρων, η σημερινή εικόνα της Ευρώπης θα ήταν πολύ διαφορετική. Χάρη σ’ αυτήν την υπερχιλιετή παρουσία αναπτύχθηκε ένας οικουμενικός πολιτισμός ο οποίος έχει ρίζες στην Ελλάδα και πτυχές σε όλα τα εδάφη που κάλυψε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, σαν συνέχεια της αρχαίας Ρώμης, στα ίχνη των Ελληνιστικών βασιλείων, στο αποτύπωμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Πολιτισμός άγνωστος και παρεξηγημένος
Ο πολιτισμός της Ρωμιοσύνης, από το 330 ως το 1453, παραμένει άγνωστος και παρεξηγημένος στους πολλούς και σ’ εκείνους που δεν αφουγκράζονται την αλήθεια του Ελληνισμού, το πάντρεμα του αρχαίου κλέους με την αλήθεια και την αγάπη της Ορθοδοξίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι Ελλάδα διότι αυτή ήταν η γλώσσα της, η φιλοσοφία της, η θρησκεία της, η ευθύνη και το καθήκον διάσωσης της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Ο όχλος -όπως είθισται- μπορεί να βανδάλισε αρχαίους ναούς, ωστόσο, δεν τους κατέστρεψε. Διατήρησε την ελληνικότητα στην ψυχή και στο ήθος. Πολλές φορές, ο συγχωρεμένος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής έλεγε ότι εμείς, οι νέο-έλληνες αποποιούμαστε την ταυτότητα του Ρωμιού παρότι είμαστε μάρτυρες και φορείς της Ρωμιοσύνης που αναπτύχθηκε με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν αναφερόμαστε μόνο στα ποικίλα αγοραία ξόρκια εις βάρος του. Οι εκφράσεις “βυζαντινολογούμε” και “βυζαντινισμός” απέχουν από το μεγαλείο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αν μελετήσει κανείς την ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα με την αρχαιοελληνική αντίληψη ότι «πάν μέτρον άριστον». Μόνο που αυτή τη φορά υπάρχει η σημαντική συμπλήρωση του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου: «Παν μέτρον άριστον, ο άνθρωπος».
Μπορεί να αποστρεφόμαστε καθετί βυζαντινό, αλλά πρέπει να σκεφτούμε πως ο μέγας και κορυφαίος Έλληνας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης με τον στίχο για «τον ένδοξό μας βυζαντινισμό» έκανε την αποστροφή, δόξα και μεγαλείο αν όχι δοξολογία.
Απόδειξη ελληνικότητας
Την ίδια κατάληξη φαίνεται να έχουν ο μυκτηρισμός και η εξουδένωση του «αιρετικού» αυτού πολιτισμού, που επικράτησε στους ακαδημαϊκούς κύκλους με την απόδοση του προσωνυμίου «βυζαντινός». Αυτός ο χαρακτηρισμός διατυπώθηκε από τον Εδουάρδο Γίββωνα (Edwart Gibbon), τον 16ο αιώνα. Ο Γίββων έκανε λόγο σε επτά αιώνες «ελληνικής αυτοκρατορίας» που ακολούθησαν τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, θέλοντας ουσιαστικά να αποκόψει κάθε ομφάλιο λώρο της ρωμαίικης ανατολής με την Ευρώπη.
Πέρα από την προσπάθεια για εξοστρακισμό, βίαιη και αυθαίρετη αποκοπή ενός ολόκληρου κόσμου από το σώμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, αποτελεί έμμεσα και μια πραγματικότητα για το τι ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τι πραγματικά τους ενοχλούσε. Δηλαδή ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελίχθηκε τελικά σε μια ελληνική ορθόδοξη αυτοκρατορία.
Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση έρχεται από τον συγγραφέα Πάτρικ Λι Φέρμορ. Γράφει: «Ελληνική» ήταν η δόξα της Αρχαίας Ελλάδας «Ρωμαίικα» τα μεγαλεία και οι θλίψεις του Βυζαντίου -πάνω απ' όλα οι θλίψεις του. Ο Ελληνισμός βρίσκει το σύμβολό του στους κίονες του Παρθενώνα· το Βυζάντιο, η αυτοκρατορική χρυσή εποχή της Χριστιανικής Ελλάδας, στον μεγάλο τρούλο της Αγίας Σοφίας».
Το δράμα της Αλώσεως
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τις 6 Απριλίου έως το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου 1453 ήταν απόδειξη του ιερού καθήκοντος των Ελλήνων. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Φραντζής στο πόνημα για την Άλωση, ο στρατηγός Θεόφιλος Παλαιολόγος βλέποντας τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο να αγωνίζεται λυσσαλέα κατά του εχθρού φώναξε κλαίγοντας: «Κύρη μου πιότερο να πεθάνω παρά να ζήσω». Κι έπεσε στον αγώνα της τιμής μαζί με τους στρατιώτες του επικουρούμενος από τον στρατηγό Δημήτριο Καντακουζηνό και το σώμα του, τρέποντας τους αγαρηνούς σε πρόσκαιρη φυγή. Δεν είναι τυχαίο το ποίημα που έγραψε ο Κ.Π. Καβάφης για τον άρχοντα Θεόφιλο Παλαιολόγο.
Τούτος ο θάνατος δεν είναι φυγή. Είναι τιμή για τον στρατιώτη, για τον αγωνιστή.
Και το νήμα της ζωής σπάει όπως το μάνταλο στην Κερκόπορτα. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο ηρωϊκός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος. Το είπε και το έκαμε όταν απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ
«Αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν»
Είπε: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ο αυτοκράτορας μήνυσε στον κατακτητή ότι για να παραδώσει την πόλη δεν επαφίεται ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουν αυτοπροαιρέτως και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας. Ένας Λεωνίδας του Μεσαίωνα, ο οποίος θυσιάζεται για τα ιδανικά του Γένους χωρίς να στέργει για το μάταιον της υπάρξεως.
Όπως όλοι οι κατακτητές και οι βάρβαροι, έτσι και οι Οθωμανοί κατέσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, έκαναν εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.
«Κωνσταντίνος γέννησε Μάη τούτην την πόλη. Κωνσταντίνος πέθανε Μάη για τη δόξα της», είχε σχολιάσει εύστοχα ο Νεοκλής Σαρρής.
Το ξεχασμένο ποίημα
Αντί για επιλόγου θα παραθέσουμε το πνευματικό μεγαλείο του Καβάφη για
το δράμα και την ατίμωση της 29ης Μαΐου 1453. Όπως στο
«Άγε ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», έτσι και στο ποίημα «Πάρθεν» (δηλ. Πάρθηκε) ο μεγάλος Αλεξανδρινός εισάγει -μέσα σε μια ήρεμη σχετικά εξιστόρηση- ένα άλλο στοιχείο, εποχικό, από μια
απόμακρη, απωελληνική, τραπεζούντια σκοπιά.
Και τότε η αφήγηση στην ντοπιολαλιά κάνει απολύτως οικείο τον ιστορικό χωροχρόνο, η δραματικότητα της όλης σύνθεσης εκτινάσσεται, το «Πάρθεν» απογειώνεται ως μονολεκτική τραγωδία…
Είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο ο Καβάφης δεν κοινοποίησε αυτό το αριστουργηματικό ποίημά του, αλλά προτίμησε να το κρατήσει στην άκρη, μάλλον για παραπέρα «παιδεμό»:
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453. Η τελευταία αναλαμπή του αυτοκρατορικού μεγαλείου των Ελλήνων έσβησε όμως με την άλωση της Τραπεζούντας, στις 15 Αυγούστου 1461. Ήταν το τελευταίο προπύργιο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των Ελλήνων.
Όλοι περίμεναν σωστηρία από το βασίλειο των Κομνηνών, όπως το βασίλειο της Νικαίας των Λασκαρέων έσωσε και ξανακατέκτησε την Κωνσταντινούπολη το 1261 υπό τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Κι όμως επικράτησε η "τουρκιά". Πολλοί θεώρησαν ότι η παράδοση της πόλεως από τον Δαυΐδ Μέγα Κομνηνό, ανήμερα της Παναγίας ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος του Ελληνισμού.
Ίδιες προκλήσεις, ίδιοι φόβοι και ίδια ανάγκη να βρεθούν Μακεδόνες, Κομνηνοί και Παλαιολόγοι που θα εμπνεύσουν και θα νοιαστούν πρώτα το λαό και το έθνος κι ύστερα όλα τ’ άλλα.