ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝ. ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Φτηνή και φτωχή Ελλάδα του Αντώνη Αντωνάκου.
Στις
καταγγελίες κατά του μνημονίου και στα σενάρια συνομωσίας που συνοδεύουν πολλές
από αυτές, κεντρική θέση έχει αυτή που καταλογίζει προθέσεις ξεπουλήματος της
χώρας.
Υποτίθεται
ότι γι’ αυτό, για να αγοράσει το «ξένο και ντόπιο κεφάλαιο» φτηνή Ελλάδα, επιβάλλονται τα
μέτρα. Ασφαλώς για το κεφάλαιο, αλλά όχι μόνο[1], το
κέρδος καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την «ηθική». Όμως η αλήθεια είναι ότι η
Ελλάδα δεν γίνεται φτηνή, τώρα ξαναγίνεται φτωχή. Φτηνή έχει γίνει εδώ και
πολλά χρόνια.
Μάλιστα
σημαντικό μερίδιο ευθύνης, γι’ αυτή την «πολιτισμική» και ηθική έκπτωση της
χώρας, έχουν αυτοί που για μια ακόμα φορά φωνασκούν καταγγέλλοντας προδότες και
συνομωσίες, απευθυνόμενοι πάλι από ιδεοληψία ή αθεράπευτο λαϊκισμό στο
συναίσθημα και όχι στη λογική του λαού.
Αλλά η
Ελλάδα του Παπαδιαμάντη και του Παλαμά ήταν φτωχή αλλά δεν ήταν
Η Ελλάδα
του Καζαντζάκη του Βάρναλη του Ελύτη και του Σεφέρη του Ρίτσου του Θεοδωράκη
και του Χατζηδάκη δεν ήταν φτηνή. Η Ελλάδα της παράδοσης και του αγώνα για να
κερδίσει μια ισότιμη θέση στον κόσμο, η Ελλάδα της φασολάδας και όχι της
αστακομακαρονάδας, δεν χόρταινε τα παιδιά της αλλά είχε πάντα την πόρτα της
ανοιχτή και μια θέση κενή στο τραπέζι για να καλωσορίσει τον ξένο. Η Ελλάδα,
πριν καταντήσουμε απαίδευτοι και αγροίκοι αλαζόνες και νεόπλουτοι
«τσιφτετέλληνες»[2],
όταν ακόμα, «είτε με τις αρχαιότητες είτε με ορθοδοξία των Ελλήνων οι
κοινότητες φτιάχναν άλλο γαλαξία»[3], δεν
ήταν φτηνή. Αντίθετα ήταν ανεκτίμητη.
Η λαϊκή
παράδοση «προίκιζε» έναν πολιτισμικά πλούσιο και ευγενή λαό με την μεγαλοσύνη
που δίνει το φιλότιμο, η αλληλεγγύη και το ανοιχτό μυαλό. Η Ελλάδα του 19ου
και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα ήταν αναλφάβητη, αλλά ήταν σοφή
με τη σοφία που χαρίζει η ιστορία, η παράδοση και ο αγώνας για την επιβίωση. Ο
λαός μπορεί να ξάπλωνε τα βράδια νηστικός και να κοιμόταν «στρωματσάδα» στο
πάτωμα, αλλά τον νανούριζαν οι θρύλοι των Βαλκανικών πολέμων και του 40. Οι Έλληνες
που ξεγυμνωμένοι στα βουνά της Ηπείρου έδιναν το παράδειγμα για το πώς πολεμούν
οι ήρωες, που έδωσαν την ευκαιρία στην ΕΣΣΔ να απόκρουση τον Χίτλερ
καθυστερώντας την επίθεση της Βέρμαχτ, ήταν ακριβή. Στοίχισε στις δυνάμεις του
άξονα πανάκριβα.
Αλλά
εκείνη η Ελλάδα δεν ήταν δήθεν, ήταν αυθεντική. Ήταν η Ελλάδα που το ψωμί ήταν
ακριβό, αλλά ήταν ακριβή και η τιμή. Που το κρέας ήταν σπάνιο, αλλά ήταν σπάνια
και η διαφθορά. Που δεν μοίραζε απλόχερα πτυχία, δήθεν επιστημονικής
πιστοποίησης, αλλά κέρδιζε τον παγκόσμιο θαυμασμό με την Κάλλας και τον
Μητρόπουλο κέρδιζε Νόμπελ με τον Σεφέρη και τον Ελύτη και Λένιν με το Ρίτσο.
Ήταν η
Ελλάδα που, με αιματηρούς αγώνες, κέρδισε την ελευθερία της και την εθνική της
ανεξαρτησία. Ήταν η Ελλάδα που, με σκληρή δουλειά και «νοικοκυρεμένη»
διαχείριση, ιδιωτική και κρατική, ξέφυγε μόνη αυτή από την Βαλκάνια μιζέρια και
έγινε το 1980 το 10ο μέλλος της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Και θα είχε
γίνει πολύ νωρίτερα ίσως το 7ο μέλλος όπως θα είχε αποφύγει και την
τραγωδία της Κύπρου αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία. Για την οποία, εκτός
από τους πρωτεργάτες και τους υποκινητές, σημαντικές ευθύνες έχουν και οι
ηθικοί αυτουργοί που πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία του κλίματος και των
συνθηκών που «επέτρεψαν» την επιβολή της. Οι περισσότεροι από αυτούς, μετά τη
μεταπολίτευση, αποτέλεσαν όχι μόνο τους ηθικούς αυτουργούς, αλλά και τους
πρωταγωνιστές του κοινωνικού εκφυλισμού και της αποσάθρωσης της Πολιτείας και
των θεσμών της. Είναι οι βασικοί ένοχοι για τη σημερινή επώδυνη κρίση. Για την
αδυναμία και την ταπείνωση της χώρας και ενός λαού που με άλλες ηγεσίες
μπορούσε όπως και στο παρελθόν να κάνει «θαύματα».
Ας πάψουμε
λοιπόν να θρηνωδούμε για την «φτηνή» Ελλάδα. Και ας προσπαθήσουμε να
κατανοήσουμε που χάσαμε τον δρόμο. Το δρόμο που από την μακραίωνη ανυπαρξία μας
οδήγησε το 1821 στην αναγέννηση και που, αν μετά 1944 είχαμε όλοι υπηρετήσει
μια ανοιχτή κοινωνία πολιτικά φιλελεύθερη, κοινωνικά λαϊκή και οικονομικά
ριζοσπαστική θα ήταν σήμερα πρότυπο μίμησης και όχι αποφυγής. Ας εγκαταλείψουμε
τις εμμονές και την προσκόλληση σε ουτοπικά στερεότυπα και σε χρεωκοπημένα
ιδεολογήματα και ας ξαναπάρουμε το δύσκολο «δρόμο της αρετής». Με όραμα αλλά
και με ρεαλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου