Η ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ,
ΠΟΥ ΑΣΚΗΤΕΨΕ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ (VIDEO)
Η Αγία Σοφία που κατατάχθηκε πρόσφατα στο αγιολόγιο της εκκλησίας μας εορτάζει στις 6 Μαίου και η ζωή της ήταν ολόκληρη αφιερωμένη στην διακονία της Υπεραγίας Θεοτόκου της οποίας το μοναστήρι υπηρέτησε μεχρι το τέλος της ζωής της.
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
Τα βιογραφικά αυτά, όπως τα κατέγραψε στις 15 Απριλίου 1992, ο πρωτανηψιός της, έχουν ως ακολούθως:
«Η ζωή της Σοφίας Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου»
Έγεννήθη το έτος 1883 εις το χωρίον Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νομού Τραπεζούντας του Πόντου.
Κατά το έτος 1907 ενυμφεύθη τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδην εις Χωρίον Το(γ)ρούλ (Άρδασαν).
Το 1910 απέκτησε τέκνον με τον Ιορδάνην.
Το 1912 το παιδί απέθανεν και τον πατέρα του τον επεστράτευσαν οι Τούρκοι εις την Ορντού.
Το 1914 κηρύσσεται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και χάθηκαν τα ίχνη του Ιορδάνη, επίσης η Σοφία έφυγε από το χωριό Λετσούχ και πήγε στο γιαλό στην Ορντού. Στα χειμαδιά το καλοκαιρι, στο χωριό τους χειμώνες. Στο γιαλό η Σοφία τότε χάθηκε.
Το 1915 έγινεν η σφαγή των Αρμεναίων τον πατέρα της Σοφίας τον πήραν οι Τούρκοι για αγγαρείες, μεταφορά πυρομαχικών του στρατού στα βάθη της περιφερείας Τριπόλεως, στο Κιουρτούν. Εκεί έγινεν η εξόντωσις των Αρμεναίων.
Το 1916 η Σοφία έφυγε από την Ορντού και χάνονται τα ίχνη της.
Το 1919 το Πάσχα με το πλοίον ήρθαμεν, ήρθαμεν στον Πειραιάν τα καράβια.
Τον Αύγουστον, από τον Πειραιάν στην Θεσσαλονίκη, στον Σταθμό των τρένων, στο Χαρμάνκιοϊ. Λέγω στον πατέρα, θα πάγω να βρω την θεία μου. Ο πατέρας δεν με αφήνει, εγώ είμαι 14 χρονών, θα χαθείς, με λέει. Καταυλισμός 300 οικογένειες στο Σταθμό. Για αναχώρηση, για χωριά Πτολεμαΐδος. Εγώ δεν άκουσα τον πατέρα μου, πήγα ξυπόλυτος στην Καλαμαριά. Εκεί βρήκα πρόσφυγες γυναίκες, ρωτώ για την θεία μ'. Την είχαμε χαϊδεμένη, την λέγαν Τσόφα, εγώ ήξερα Τσόφα. Γενομένη συζήτηση, έγινε σύγχυση μεταξύ γυναικών, ανάμεσα μία κυρία λέγει στην άλλη Τσόφα είναι η Σοφία. Αυτού σταματήσαμε. Με ρωτάει αν ξέρω ολίγα γράμματα, λέγω κάτι ξεύρω. Από εδώ θα κατεβείς στο Ντεπώ με τα πόδια, εκεί θα βρεις το τραμ, θα ανεβείς στο τραμ, θα μετράς έως 6 στάσεις. Θα κατεβείς και θα βρεις την εκκλησία την Ανάληψη, θα κατεβείς-αν δεν μπορείς να κατεβείς, ο τραμιέρης θα σε πει. Μπήκα στην είσοδο της εκκλησίας, στο βάθος βλέπω έναν κύριο, τον φωνάζω ε, θείο, θείο. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά τί θέλεις, παιδί μου; Την θεία μου Σοφία.
Από τότες μετ' ολίγον πέρασε η Σοφία από τη μια μεριά στην άλλη. Με τα ράσα, κρατούσε ψωμί και μισό καρπούζι. Ήλθε κοντά μου, με ρωτά, με λέγει ποιος είσαι, παιδί μου; Την λέγω ο Ισαάκ. Ο Ισαάκ, παιδί μου, που είσθε; Τώρα εδώ είμαστε στο Σταθμόν, κοντά στο Εύοσμον. Που είναι ο πασά μ', η μάννα, ο πατέρας και άλλοι συγγενείς μας;
Όλοι πέθαναν από την χολέραν. Η θεία ελιγώθηκε από τον πόνο και πέφτει στο χώμα. Βρέθηκαν περαστικοί και την συνέφεραν. Πήγαμε στο κελλί της. Μετά δυο ώρες την παίρνω και πήραμε άδεια από τον επιστάτη. Βαδίζαμε.
Με το τραμ έως το Βαρδάρ και εκεί με τα πόδια στο Εύοσμον Σταθμόν. Φτάσαμε περί 11 ώραν νυκτερινήν. Όλη νύκτα οι χωριανοί όλοι όλο ρωτούσαν. Για τους δικούς τους.
Αύγουστος 1919. Φεύγουμε για Καϊλάρια, νέο όνομα Πτολεμαΐδα. Φτάσαμε στην Άρδασα, μετά στην
Αναρράχη, παλαιόν όνομα Τεπρέ, ο μπαμπάς, η θεία κι εγώ. Ο Αβραάμ έμεινε στην Αθήνα για να φέρει την αδερφή της Σοφίας.
Το 1924 ήλθε ο Αβραάμ παντρεμένος. Για 18 μήνες μας κύταζε η Σοφία, το φαγητό, μας έπλενε τα ρούχα.
Το 1925 φεύγει η Σοφία με ένα μικρόν μπόγον, τα ρουχαλάκια της, και πηγαίνει στην Φλώρινα, στον Άγιον Μάρκον, έως το 1927. Τότε ονειρεύεται την Παναγία πού της είπε, η θέση σου είναι άλλου, θα πάς στο χωριό σου. Δίπλα στο βουναλάκι είναι η Παναγία η Κλεισούρα.
Τον Αύγουστο του 1927 η Σοφία έρχεται στο χωριό και μας ζητάει να την πάμε στο μοναστήρι. Σε δέκα ήμερες πήγαμε εκεί, στην μνήμη της Παναγίας. Εκεί βρήκαμε τον ηγούμενο και μία ηγουμένισσα, Πελαγία, παράλυτη από τον πόλεμο και τας υγράς φύλακας στην Καστοριά.
Από το 1927 ζούσε η Σοφία στο μοναστήρι στην Κλεισούρα.
Στον πόλεμο το 1940 κρατούσε το μοναστήρι μόνη της με 30 δωμάτια έως να τελειώσει ο πόλεμος το 1941.
Άρχισε ο ανταρτικός πόλεμος το 1944. Στο χωριό την Κλεισούρα, στη θέση Νταούλι οι αντάρτες σκοτώνουν έναν Γερμανό αγγελιοφόρο που ερχόταν με το μηχανάκι από το Αμύνταιο. Κόπτουν τα όργανα του και τα βάζουν στο στόμα ωσάν τσιγάρο. Εκεί έφτασαν οί Γερμανοί από το Αμύνταιο και την Καστοριά. Βάζουν φωτιά στο χωριό και καίνε περί τα 350 άτομα. Κατεβαίνουν στο μοναστήρι, εκεί ψάχνουν για τους αντάρτες και η βενζίνη έτοιμη στα πετόνια. Η Σοφία αγρυπνεί με την εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά. Γονατίζει τους φιλάει τα πόδια, σέρνεται στο χώμα. Μη, λέει, η Παναγία θυμώνει και κλαίει η εικόνα μπροστά στο τάγμα. Ο αξιωματικός τη διώχνει, αυτή πίσω δεν κάνει και λιγοθυμάει καταγής. Τότες ο αξιωματικός μετάνιωσε και την άκουσε. Έψαξαν σε όλους τους τόπους, ταβάνια, υπόγεια για αντάρτες.
Η ζωή της Σοφίας ήταν όλον τον καιρό με χόρτα και σαρδέλλες, παστά. Κρεββάτι δεν γνώρισε, στο τζάκι δίπλα και το κορμί της το σκέπαζε με φύλλα. Όσοι την επισκέπτονταν τους έψηνε καφέ.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πήγαμε τα ανήψια στο μοναστήρι, πήγαμε στο δωμάτιο της, τί να δούμε, γεμάτο πελεκούδια. Υπήρχε φόβος να καεί το μοναστήρι. Την ώρα πού έλειπε, τα πελεκούδια τα πετάξαμε, από κάτω είχε 7 δοχεία λάδι. Επειδή ήταν μαζώματα η Επιτροπή τα έδωσε στις φτωχές οικογένειες στην Κλεισούρα.
1974 Μάιος. Κοιμήθηκε η Σοφία(6 Mαϊου 1974). Η Μητρόπολις Καστοριάς και Κοζάνης και εμείς τα ανήψια το ανακοινώσαμε στο κοινό. Την Σοφία την ετοίμασαν 14 ιερείς και αρχιμανδρίτες, περιφέρειας Πτολεμαΐδος και Αμυνταίου και μία μοναχή από τα νησιά μας. Έγινε με πολύν κόσμο. Εκάναμε την κηδεία, τα 40, το χρονικόν.
Μετά 8 χρόνια την ξεθάψαμε. Παραβρέθηκαν οι κάτοικοι της Κλεισούρας. Στον τάφο επάνω είχαν ρίξει 25 πόντους τσιμέντο με πέλματα. Όταν έσπασε το τσιμέντο βγήκε ένα άρωμα, μας είπαν οι γυναίκες από την Κλεισούρα. Έγινε ολονυκτία με αρκετόν κόσμο, ήταν και από την Αναρράχη μερικοί.
Τα οστά της είναι σε ασφαλές μέρος. Στα τελευταία της η Σοφία παρέδωσε το ένα κλειδί πού είχε, το άλλο το είχε ο Σύλλογος Κλεισουριέων.
Όσα θυμήθηκα εγώ ο ανεψιός της
Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης
Αναρράχη Πτολεμαίδος»
*Το σημείωμα του Ισαάκ, σε τέσσερεις δίστηλες σελίδες, κλείνει ως έξης: "5/Μαίου 1994 "Όσα Θυμήθηκα εγώ ο ανηψιός της Ισαάκ Κων/νου Σαουλίδης. Αναρράχη Πτολεμαΐδος. "
Λόγια όπως τα μνημονεύουν οι μαθητές
Όταν συγγενείς ή φίλοι, παρακαλούσαν την μακαρία Σοφία να μετακινηθεί από το μοναστήρι, έλεγε με αφοπλιστική απλότητα: "να ρωτήσω τον Κύριον και την Κυρίαν", εννοώντας τον Χριστό και την Παναγία Μητέρα του. "Εγώ τηρώ αυτά πού με λέει η Παναγία".
Σε καμία άλλη περίπτωση δεν χρησιμοποιούσε αυτές τις λέξεις, όλους τους προσφωνούσε ως: αδελφέ, αδελφή. Έλεγε μάλιστα "ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία, όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί".
Εφάρμοζε στην ζωή της την προφητική παραγγελία του Θεού: "Επί τίνα επιβλέψω, άλλ' η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου" (Ήσ. 66, 2).
Στις μαννάδες, με πολύ πόνο, έλεγε: "Συμβουλέψτε τα κορίτσια σας να φυλάξουν την τιμή τους, μέχρι τον γάμο τους, να βαδίσουν τον δρόμο του Χριστού. Τα αγόρια να μένουν καθαρά μέχρι τον γάμο. Όταν ο παπάς ανοίγει το Ευαγγέλιο στον γάμο, στέλνει ο Χριστός τον άγγελο και στεφανώνει την παρθενία."
Άλλες φορές έκλαιε με λυγμούς και έλεγε: "Αλοίμονο, αλοίμονο, γιατί δεν θα υπάρχει, στα χρόνια πού έρχονται, παρθενία. "Κι θα πομέν άπαν σην γην παρθενία. Και παρακαλεί η Παναϊα τον Υιόν. Τ' αγουρόπο κι μετανοούν (= Δεν θα απομείνει επάνω στην γη η αρετή της παρθενίας. Γι' αυτό και παρακαλεί η Παναγία τον Υιό της. Άλλα τα αγόρια δεν μετανοούν)…
Ελάτε όλοι, μικροί μεγάλοι, ελάτε στην Παναγία, αν αγαπάτε, ελάτε στην Παναγία.
Αχ, αν κάνουμε ένα καλό, λέμε κάναμε έναν καλόν. Με ποια δύναμη κάναμε το καλό; Με την δύναμη του Θεού' έδωσε σε ο Θεός ευλογία και έκανες το καλό.
Πρώτα τον Θεόν να τιμάτε, υστέρα την Παναγίαν, υστέρα τους Αγγέλους, υστέρα τους Αποστόλους, υστέρα τους Αγίους. Οι Απόστολοι όλοι εσταυρώθηκαν όπως ο Χριστός.
Οι Άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους Αγγέλους, για να δουν αν ο κόσμος μετανοεί. Οι Άγγελοι γέμισαν το σύννεφο.
Μικροί μεγάλοι να έρθουν στην μετάνοια, να μετανοούν. Να γνωρίζουν ότι ο Θεός είναι επάνω. Αυτοί δεν το γνωρίζουν, σαν τα άλογα ζώα τρώνε την Παρασκευή. Παρακαλώ τον Θεό να μετανοούν, αυτοί δεν μετανοούν.
Σας παρακαλώ, οποίος κάνει υπομονή, χαρά σ' αυτόν. Όποιος κάνει υπομονή, σαν τον ήλιο θα λάμψει. Πολλή υπομονή να κάνετε.
Το στόμα το χρυσό εμίλησε και είπε: Οι πεθεράδες να σκεπάζουν, οι γεροντάδες να σκεπάζουν. Οι νέοι να φυλάγουν τα λόγια του Θεού' τριαντάφυλλα στο στόμα, χρυσό κρασάκι στο στόμα (=η Θεία Κοινωνία), να είναι πάντα με τον Θεόν.
Και οι νέοι να βάλουν στο νου τους τα παντάψηλα του Θεού λόγια. Τα λόγια του Θεού σαν τριαντάφυλλα να είναι μέσα εις την καρδίαν…
Σας παρακαλώ, αδέρφια, πολλά υπομονήν…
***
Απολυτίκιον.
Ήχος γ'. Την ωραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μήτερ αοίδιμε,
Σοφία σέμνωμα, της Θεομήτορος,
εν τη Μονή ασκητικώς, τον βίον σου διελθούσα,
όθεν και απείληφας των καμάτων σου έπαινον
κατατραυματίσασα των δαιμόνων τας φάλαγγας,
και πρέσβειρα Χριστώ παρεστώσα
μη επιλάθου των ποθώ τιμώντων σε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου