ΔΑΚΕ Δ.Ε. Α΄ Αχαϊας: Για το «Νέο Λύκειο» και το σύστημα πρόσβασης
ΔΑΚΕ ΔΕ Α’ ΑΧΑΪΑΣ Πάτρα, 10/2/ 2012
Για το «Νέο Λύκειο» και το σύστημα πρόσβασης
1. Η επιλογή του χρόνου ανακοίνωσής τους
Είναι γνωστό πως ενώ η Υπουργός είχε στη διάθεσή της τις αποφάσεις του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ) από το Νοέμβριο του 2009, εμφάνισε τις προτάσεις της για το Νέο Λύκειο μόλις το Μάρτιο του 2011 εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων και μόλις πρόσφατα μια «Πρόταση για το Νέο Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση», εν μέσω της καταιγίδας των ειδήσεων για το μέλλον της χώρας. Αυτό αποδεικνύει ότι η Υπουργός αποφεύγει να εμφανίσει την πρότασή της για το Λύκειο πλήρη και ολοκληρωμένη. Το ίδιο αποσπασματικά λειτούργησε και με τη παρουσίαση του Τε.Λ. Την ίδια στιγμή (23/1/2012) το αντίστοιχο υπουργείο στην Κύπρο δημοσιεύει την «πρόταση για τη Νέα Δομή και το Νέο Ωρολόγιο Πρόγραμμα της Μέσης εκπαίδευσης», όπου με πληρότητα αναφέρονται οι προτάσεις για όλη τη μέση εκπαίδευση: και για το Γυμνάσιο και για το Γενικό και για το Τεχνολογικό Λύκειο.Αντίθετα, το δικό μας Υπουργείο επιλεκτικά δίνει κομμάτια του νομοσχεδίου σε χρονικές στιγμές που θεωρεί πως θα περάσουν απαρατήρητα, πως δεν θα δημιουργήσουν αντιδράσεις και πως δεν θα υπάρχει ούτε καν η δυνατότητα κοινωνικού διαλόγου για το είδος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρειάζεται τώρα η χώρα, μιας και όλη η κοινωνία ασχολείται με το άμεσης προτεραιότητας ζήτημα της επιβίωσής της. Ακόμα και εμείς οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούμε να αναδείξουμε το πολύ σημαντικό αυτό ζήτημα, τη στιγμή που, για παράδειγμα, πολύτεκνοι συνάδελφοί μας του εισαγωγικού βαθμού, είδαν τις μισθολογικές αποδοχές τους να μειώνονται από τον Ιούνιο κατά 750Ε (!), ενώ άλλοι υπέστησαν τέτοια μείωση που δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν στα έξοδα κίνησης ή/και στέγασης σε απομακρυσμένα σχολεία του Νομού μας. Την ίδια στιγμή η αβεβαιότητα για το μέλλον όλων μας απομακρύνει τα βλέμματά μας από το καίριο αυτό ζήτημα.
Κι ενώ επιμένει η δημοκρατική θεωρία και πρακτική πως στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής συμβάλλουν πέρα από την Κυβέρνηση και τα κόμματα, θεσμικοί φορείς, η ακαδημαϊκή κοινότητα, η κοινωνία, οι επιστημονικές και εκπαιδευτικές ενώσεις, τα ΜΜΕ που προβάλλουν τα προβλήματα και αναδεικνύουν απόψεις, η Εκκλησία κλπ, η κ. Υπουργός τα αντιπαρέρχεται. Αυτή μάλιστα τη φορά σκοπεύει να δημιουργήσει και «συνενόχους» σ’ αυτό το συνονθύλευμα απόψεων που κατέθεσε, τους εταίρους στη μεταβατική κυβέρνηση, με στόχο να πετύχει οπωσδήποτε συναίνεση, στο όνομα της Παιδείας φυσικά.
2. Γιατί δεν πρέπει να ψηφιστεί αυτό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο
Η Κυβέρνηση αυτή είναι μεταβατική και ειδικού σκοπού, ο οποίος προσδιορίζεται σε σχέση με συγκεκριμένα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Κάθε περαιτέρω απόφαση για άσχετα με τον ειδικό αυτό σκοπό θέματα, πρέπει να μπορεί να αιτιολογηθεί πλήρως στην κοινωνία. Αν η απόφαση για τη δημιουργία του Νέου Λυκείου και του συστήματος πρόσβασής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ήταν πραγματικά δομημένη πάνω στους άξονες που τα αποτελέσματα του «Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία» απέδωσαν, τότε αυτή η απόφαση θα ήταν δεσμευτική για όλους όσοι συμμετείχαν στο Διάλογο αυτό. Τότε θα μπορούσε να ισχυριστεί η Υπουργός ότι έγινε ο απαραίτητος κοινωνικός διάλογος, αν και επειδή οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές τώρα από την εποχή του 2009, κατά την οποία ίσχυε ότι «λεφτά υπάρχουν», βάσιμα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι χρειάζεται ένας νέος διάλογος που θα επαναπροσδιορίσει τους στόχους, τις προοπτικές, τις επιδιώξεις του σχολείου συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη και τις τωρινές δυνατότητες της χώρας.
Επίσης, δεσμευτική θα ήταν για όλους η απόφαση για το Νέο Σχολείο, αν αυτή αποτελούσε μια πραγματική ευκαιρία για την Παιδεία και επομένως και για τη χώρα, που θα ήταν απαράδεκτο να αφεθεί να πάει χαμένη. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι τίποτα από τα δύο δεν ισχύει και ότι η πιθανή αποδοχή της συγκεκριμένης πρότασης θα κληροδοτήσει μεγάλα προβλήματα στην επόμενη Κυβέρνηση, όταν θα πρέπει να την υλοποιήσει.
α) σε σχέση με τις προτάσεις του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης το Νοέμβριο του 2009, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής, παραθέτοντας αυτούσια αποσπάσματα από αυτές:
«Απ όλα τα μέλη του Συμβουλίου τονίστηκε ότι, για να επιτευχθούν οι στόχοι που προτείνονται, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία στα επίπεδα της Ευρωζώνης και η ορθολογική αξιοποίηση των δαπανών». Άλλη πρόταση: « Τονίστηκε επίσης ότι οι προτεινόμενες αλλαγές έχουν ως επίκεντρο το μαθητή αλλά και τον εκπαιδευτικό του οποίου ο ρόλος πρέπει να αποτελέσει συνειδητό στόχο κοινωνικής και μισθολογικής αναβάθμισης…». Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε στο μεταξύ και τι πρόκειται να γίνει στη συνέχεια.
Συνεχίζουμε: «Τέλος κρίθηκε απαραίτητο αυτή τη φορά να αποφευχθούν τυχόν βεβιασμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις και τονίστηκε ότι οποιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές θα πρέπει πρώτα να δοκιμαστούν πειραματικά σε περιορισμένο αριθμό σχολείων». Επίσης, μέσα στις παλιές προτάσεις προβάλλεται η ανάγκη για άρση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, ενώ στην παρούσα «Πρόταση…» απλά οι εκπαιδευτικές ανισότητες θα πιστοποιούνται από τα ίδια θέματα που θα καλούνται να απαντήσουν εξεταζόμενοι για το Απολυτήριο άνισοι μεταξύ τους μαθητές. Οι προτάσεις του ΣΠΔΕ μιλούσαν για εισαγωγική επιμόρφωση, η οποία στο μεταξύ διάστημα επιτελείται ακόμα και δύο χρόνια μετά από την πρόσληψη των μονίμων εκπαιδευτικών, ενώ τώρα δεν γίνεται λόγος για κάποιο ολοκληρωμένο σχεδιασμό επιμόρφωσης. Λεγόταν επίσης ότι «χωρίς νέο Α.Π.Σ. ουδεμία ουσιώδης αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης είναι δυνατή» και προτείνονται συγκεκριμένοι στόχοι των αναλυτικών προγραμμάτων. Όμως, ούτε νέα Α.Π.Σ., ούτε νέα βιβλία θα υπάρχουν το νέο σχολικό έτος για να στηρίξουν τη νέα αυτή αλλαγή.
«Απ όλα τα μέλη του Συμβουλίου τονίστηκε ότι, για να επιτευχθούν οι στόχοι που προτείνονται, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία στα επίπεδα της Ευρωζώνης και η ορθολογική αξιοποίηση των δαπανών». Άλλη πρόταση: « Τονίστηκε επίσης ότι οι προτεινόμενες αλλαγές έχουν ως επίκεντρο το μαθητή αλλά και τον εκπαιδευτικό του οποίου ο ρόλος πρέπει να αποτελέσει συνειδητό στόχο κοινωνικής και μισθολογικής αναβάθμισης…». Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε στο μεταξύ και τι πρόκειται να γίνει στη συνέχεια.
Συνεχίζουμε: «Τέλος κρίθηκε απαραίτητο αυτή τη φορά να αποφευχθούν τυχόν βεβιασμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις και τονίστηκε ότι οποιεσδήποτε ουσιώδεις αλλαγές θα πρέπει πρώτα να δοκιμαστούν πειραματικά σε περιορισμένο αριθμό σχολείων». Επίσης, μέσα στις παλιές προτάσεις προβάλλεται η ανάγκη για άρση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, ενώ στην παρούσα «Πρόταση…» απλά οι εκπαιδευτικές ανισότητες θα πιστοποιούνται από τα ίδια θέματα που θα καλούνται να απαντήσουν εξεταζόμενοι για το Απολυτήριο άνισοι μεταξύ τους μαθητές. Οι προτάσεις του ΣΠΔΕ μιλούσαν για εισαγωγική επιμόρφωση, η οποία στο μεταξύ διάστημα επιτελείται ακόμα και δύο χρόνια μετά από την πρόσληψη των μονίμων εκπαιδευτικών, ενώ τώρα δεν γίνεται λόγος για κάποιο ολοκληρωμένο σχεδιασμό επιμόρφωσης. Λεγόταν επίσης ότι «χωρίς νέο Α.Π.Σ. ουδεμία ουσιώδης αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης είναι δυνατή» και προτείνονται συγκεκριμένοι στόχοι των αναλυτικών προγραμμάτων. Όμως, ούτε νέα Α.Π.Σ., ούτε νέα βιβλία θα υπάρχουν το νέο σχολικό έτος για να στηρίξουν τη νέα αυτή αλλαγή.
Ειδικά για το Λύκειο αναφερόταν η πρόταση για «αύξηση του αριθμού των υποστηρικτικών εκπαιδευτικών δομών, όπως οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί Νέων και τα ΚΕΔΔΥ και στελέχωσή τους με εξειδικευμένο προσωπικό», αυτά που φέτος έκλεισαν από την υπουργό. Επιπλέον, «το κέλυφος για την ανασυγκρότηση των προγραμμάτων σπουδών και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι η σταδιακή επέκταση του θεσμού του ολοήμερου σχολείου», ενώ η Π.Δ.Σ. τελείωσε από την Υπουργό. Προτείνονταν, πέρα από την ύπαρξη του ενός σχολικού βιβλίου, το πολλαπλό βιβλίο και διδακτικά πακέτα ανά αντικείμενο και η ανάγκη συγγραφής βιβλίων, πράγματα που δεν προτείνονται τώρα. Εισηγείτο το ΣΠΔΕ «τη διεύρυνση των σχολικών βιβλιοθηκών σε όλες τις βαθμίδες και σε όλα τα σχολεία σε συνδυασμό με τη δημιουργία ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών», αλλά η Υπουργός τα κατήργησε κι αυτά, ενώ εισήγαγε τις ερευνητικές εργασίες που καθιστούν απαραίτητες τις Σχολικές Βιβλιοθήκες.
Σχετικά με τη διασφάλιση της ποιότητας προτεινόταν «να διέπει όλο το εκπαιδευτικό σύστημα» και ότι είναι αναγκαία η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πριν από κάθε αξιολόγηση και ότι πρέπει να υπάρχει δοκιμαστική εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης. Αλλά για την Υπουργό αυτά είναι ψιλά γράμματα: το μόνο που επιχειρείται να υλοποιηθεί είναι η αξιολόγηση συνδεδεμένη με το μισθολόγιο, με απολύσεις και πιθανόν και με τις μαθητικές επιδόσεις.
Και για το σύστημα πρόσβασης: «σύμφωνα με αυτήν την άποψη (να μην λειτουργεί το Λύκειο ως προπαρασκευαστική βαθμίδα για τα ΑΕΙ) δεν πρέπει να υπάρχουν κατευθύνσεις και αυστηρά εξειδικευμένες σπουδές στο Λύκειο, ενώ προτείνεται η καθιέρωση μαθημάτων επιλογής που θα προάγουν τα ενδιαφέροντα των μαθητών». Στην τωρινή πρόταση όμως προτείνεται αύξηση των ωρών διδασκαλίας στα μαθήματα εμβάθυνσης, τα οποία προσφέρονται βέβαια ως επιλογή αλλά είναι προφανές ότι είναι κάτι παραπάνω από υποχρεωτικά στην πράξη.
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου αφορούσε στην ουσία ένα Λύκειο διαφορετικό απ’ αυτό που σχεδιάζεται τώρα, ένα Λύκειο που είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο σε αποτυχία, αφού βασικές παράμετροι στις οποίες στηριζόταν δεν υλοποιούνται.
β) σε σχέση με την ποιότητα αυτής της αλλαγής, έχουμε να πούμε τα εξής, επιπρόσθετα:
Σχετικά με τις συνεχείς εξετάσεις των μαθητών για τρία χρόνια πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα, όπως τι συνέπειες θα έχει η εφαρμογή ενός σκληρού μέτρου στη μαθητική εγκατάλειψη του σχολείου. Έπειτα αυτός που θα εφαρμόσει το σύστημα αυτό, πού θα βρει τους πόρους για να «στήσει» τόσες εξετάσεις, όταν στα δύο χρόνια υπουργίας της κ. Διαμαντοπούλου όλοι ξέρουμε με πόση δυσκολία εξασφαλιζόταν η αμοιβή για Πανελλήνιες που γίνονταν μόνο στη Γ’ τάξη και σε λίγα μαθήματα και ότι το Υπουργείο δεν εξασφάλισε πόρους ούτε για αναπλήρωση των μαθημάτων από τις καταλήψεις τα Σάββατα, αν και διακαώς την επιθυμούσε. Επίσης, πρέπει να δειχτεί πώς οι εξετάσεις θα αποτρέψουν τα παιδιά από τα Φροντιστήρια, τη στιγμή που η εμπειρία δείχνει ότι οι εξετάσεις οδηγούν σε τυποποιημένες φροντιστηριακές πρακτικές. Τέλος, γιατί ενώ το σύστημα των πολλαπλών εξετάσεων είχε προταθεί και εφαρμοστεί από τον κ. Αρσένη, «ξηλώθηκε» αρχικά από τον κ. Ευθυμίου και έπειτα από την κ. Γιαννάκου, αλλά τώρα επανέρχεται και μάλιστα αυστηρότερο.
Σχετικά με τις συνεχείς εξετάσεις των μαθητών για τρία χρόνια πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα, όπως τι συνέπειες θα έχει η εφαρμογή ενός σκληρού μέτρου στη μαθητική εγκατάλειψη του σχολείου. Έπειτα αυτός που θα εφαρμόσει το σύστημα αυτό, πού θα βρει τους πόρους για να «στήσει» τόσες εξετάσεις, όταν στα δύο χρόνια υπουργίας της κ. Διαμαντοπούλου όλοι ξέρουμε με πόση δυσκολία εξασφαλιζόταν η αμοιβή για Πανελλήνιες που γίνονταν μόνο στη Γ’ τάξη και σε λίγα μαθήματα και ότι το Υπουργείο δεν εξασφάλισε πόρους ούτε για αναπλήρωση των μαθημάτων από τις καταλήψεις τα Σάββατα, αν και διακαώς την επιθυμούσε. Επίσης, πρέπει να δειχτεί πώς οι εξετάσεις θα αποτρέψουν τα παιδιά από τα Φροντιστήρια, τη στιγμή που η εμπειρία δείχνει ότι οι εξετάσεις οδηγούν σε τυποποιημένες φροντιστηριακές πρακτικές. Τέλος, γιατί ενώ το σύστημα των πολλαπλών εξετάσεων είχε προταθεί και εφαρμοστεί από τον κ. Αρσένη, «ξηλώθηκε» αρχικά από τον κ. Ευθυμίου και έπειτα από την κ. Γιαννάκου, αλλά τώρα επανέρχεται και μάλιστα αυστηρότερο.
Σχετικά με την απόρριψη από το Νέο Λύκειο της Τεχνολογίας, της Πληροφορικής, της δεύτερης ξένης γλώσσας, του ΣΕΠ και με την προσπάθεια για υποβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών πρέπει να δηλωθεί αν αυτή η εξέλιξη προωθεί το σχολείο του 21ου αιώνα ή αν συμβάλλει στη δημιουργία του φτηνού «μνημονιακού» σχολείου. Ακόμα κι αν κανείς συμφωνήσει ότι ο ΣΕΠ θα μπορούσε να καταργηθεί, δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει την ταυτόχρονη κατάργηση και των ΓΡΑΣΕΠ και των ΓΡΑΣΥ, αλλά και την αποψίλωση των ΚΕΣΥΠ. Από την άλλη, η εισαγωγή χωρίς εξετάσεις σε τμήματα χαμηλής ζήτησης τι εξυπηρετεί και ποια μορφωτική αξία υλοποιεί; Ακόμα δεν σταμάτησαν κάποιοι να «χαϊδεύουν αυτιά;»
Σχετικά με την αλχημεία με τη «μείωση» του αριθμού των μαθημάτων οφείλουν όλοι όσοι καλούνται να συναινέσουν σε αυτό το Σχέδιο να απαντήσουν αν πράγματι πρόκειται για μείωση των μαθημάτων, για να μην πιαστούν αδιάβαστοι μπροστά στην εξόφθαλμη πραγματικότητα.
Η πιστοποίηση στην ξένη γλώσσα και τους Υπολογιστές έχει αξία αν επιτευχθεί να πιστοποιείται ο μαθητής, αφού έχει διδαχθεί αυτά τα γνωστικά αντικείμενα μόνο στο σχολείο του. Η Πρόταση δεν συζητά πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Αλλά και η κατάργηση της επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας είναι αντίθετη στην προσπάθεια ανάδειξης της ανάγκης εκμάθησης ξένων γλωσσών στα σχολεία.
Οι πολλές επιλογές μαθημάτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην πράξη, γιατί χρειάζονται μεγάλα σχολικά κτίρια, ώστε να μπορούν να αναπτύσσονται ταυτόχρονα όλα τα επιλεγόμενα μαθήματα. Εδώ τώρα με τις ερευνητικές εργασίες και υπάρχει πρόβλημα χώρων στα σχολεία…Παράλληλα χρειάζεται και εκπαιδευτικό προσωπικό συγκεκριμένων ειδικοτήτων για να τις υποστηρίξει, αλλά είναι γνωστό ότι οι ειδικότητες έχουν τεθεί σε διωγμό. Στην πραγματικότητα λοιπόν οι προτάσεις για επιλογές λειτουργούν μόνο ως πρόσχημα για συγχωνεύσεις σχολείων.
Τέλος, σχετικά με την καραμέλα της αυτονομίας της σχολικής μονάδας που προβάλλεται για το Νέο Σχολείο, οφείλουμε να πούμε πως αυτή δεν καταχτιέται όταν η χρηματοδότηση είναι μικρή και κεντρικά ελεγχόμενη και εκπορευόμενη, όταν ο εκπαιδευτικός – διεκπεραιωτής εξετάσεων οφείλει να διδάσκει από τράπεζα θεμάτων, αφού ο μαθητής θα εξετάζεται από αυτά τα θέματα. Επιπλέον, ότι ο προσανατολισμός στις κεντρικά καθορισμένες εξετάσεις, ο έλεγχος και η αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών περισσότερο θα οδηγεί σε συμμόρφωση όλων παρά σε αυτονομία και ξεδίπλωμα των ιδιαίτερων δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών.
Τέλος, σχετικά με την περιβόητη αυτοτέλεια του Λυκείου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι το Υπουργείο αβάσιμα και απλοϊκά φαίνεται να θεωρεί ότι αποσυνδέοντας τις εξετάσεις για την «απόκτηση του απολυτηρίου Λυκείου» από τις εξετάσεις για την «εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση» αποσυνδέει το Λύκειο από το Πανεπιστήμιο και το αυτονομεί, όταν είναι περισσότερο από βέβαιο ότι στο μυαλό του μαθητή που θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του θα βρίσκεται η πίεση να γράψει καλά για το Πανεπιστήμιο και για το σκοπό αυτό θα προετοιμάζεται, ακριβώς όπως και τώρα.
Παράλληλα, πέρα από κάποια μέτρα, όπως το να μετρούν οι βαθμοί των τάξεων του Λυκείου στο απολυτήριο, δεν γίνονται όσα πρέπει για να αναδειχτεί το Λύκειο. Η αποδόμηση του Λυκείου ξεκινά από τη μη στήριξή του, για παράδειγμα μέσα από δημόσιο απογευματινό υποχρεωτικό φροντιστήριο και από τη μη διασάφηση των στόχων του –δεν μπορεί να υπηρετεί και τη δημιουργία ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων και την ίδια στιγμή την ανάγκη για επιτυχία σε εξειδικευμένες εξετάσεις, γιατί όλοι πλέον ξέρουμε τι θα επικρατήσει στο τέλος. Έπειτα, η ίδια η ρηχή αγορά εργασίας έχει δείξει ότι ακόμα και θέσεις που αφορούν αποφοίτους Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τις καταλαμβάνουν μέσω ΑΣΕΠ απόφοιτοι της Τριτοβάθμιας λόγω μεγαλύτερων προσόντων. Εκτός πλέον κι αν το σχέδιο είναι να τεθούν τόσοι φραγμοί στην πρόσβαση στην Τριτοβάθμια, ώστε μαζί με την απαξίωση των πτυχίων της Τριτοβάθμιας να μην υπάρχει η υψηλή ζήτηση ούτε για σπουδές αλλά ούτε για το Γενικό Λύκειο. Με αυτόν τον τρόπο θα έχουμε και μείωση στις συνολικές δαπάνες για την εκπαίδευση, όπως επιτάσσει ήδη το αρχικό Μνημόνιο. Είναι πράγματι, έτσι;
Από την ΤΕ της ΔΑΚΕ ΔΕ Α’ ΑΧΑΪΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου